A.let flow down, shed, “τί νυ δάκρυ κατείβετον” Od.21.86:—Med., flow apace, “θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν” Il.24.794; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ Styx's downward flowing water, Od.5.185: metaph., κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών life was flowing, passing away, ib.152: rare in Att., τί δάκρυον κατείβεται; Ar.Lys. 127 (paratrag.).
κατείβω , poet. for καταλείβω,